αποπερκούμαι

αποπερκούμαι
ἀποπερκοῡμαι (όομαι) (Α)
(για σταφύλια) μαυρίζω, ωριμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρκος, παράλληλος τ. του περκνός «μελανόστικτος, ιδίως για σταφύλια ή ελιές, όταν αρχίζουν να ωριμάζουν και να χρωματίζονται χαρακτηριστικά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”